- κρυψίνοια
- η1) скрытность; 2) неискренность, притворство, лицемерие; коварство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυψίνοια — η (Μ κρυψίνοια) [κρυψίνους] το να αποκρύπτει κάποιος τις σκέψεις ή τις πραγματικές του προθέσεις νεοελλ. συνεκδ. υποκρισία, προσποίηση … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek